ψήφος
Προφορά
Ετυμολογία
ψήφος μεσαιωνική ελληνική ὁ ψῆφος
Ερμηνεία
ψήφος
✦ ουσ. μολύβδινο σφαιρίδιο που έριχναν παλαιότερα οι εκλογείς σε ειδική κάλπη
✦ κάθε άλλο μέσο που χρησιμοποιείται σε ψηφοφορία, όπως το ψηφοδέλτιο
✦ γνώμη που εκφράζεται με το ψηφοδέλτιο, ιδ. ευνοϊκή
✦ το δικαίωμα να ψηφίζει κανείς: δόθηκε ψήφος στα 18, τώρα πάμε για τα 16
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–