ψήνω


ψήνω
Προφορά

Ετυμολογία
ψήνω μεσαιωνική ελληνική ψήνω

Ερμηνεία
ψήνω

✦ κ. ψένω ρ. (έψησα, ψήθηκα, ψημένος) υποβάλλω κάτι στην επίδραση της φωτιάς
✦ μαγειρεύω, βράζω
✦ ζεσταίνω κάτι ή κάποιον υπερβολικά: Διψούμε. Μας έψησε ο ήλιος
(μτφ. ) ταλαιπωρώ, βασανίζω
(μτφ. ) πείθω, καταφέρνω κάποιον: τον έψησε και έδωσε το σπίτι αντιπαροχή
✦ φρ. του ‘ψησε το ψάρι στα χείλη, τον έκανε να μαρτυρήσει, τον βασάνισε – τα ψήσανε, συνδέθηκαν ερωτικά
✦ (μέσ.) ψήνομαι, (για καρπούς) ωριμάζω
✦ (μτφ. για πρόσ.) αποκτώ πείρα: είναι αρκετά ψημένος στη δουλειά

Συνώνυμα

Αντίθετα
άψητος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.