ψάρι
Προφορά
Ετυμολογία
ψάρι μεσαιωνική ελληνική ψάρι(ν)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ψάρι
✦ υδρόβιο σπονδυλωτό ζώο που αναπνέει με βράγχια, ιχθύς
✦ (μτφ. ) αυτός που δεν έχει αυτοπεποίθηση, που φοβάται ακόμη και να μιλήσει, δειλός
✦ (μτφ. ) νεοσύλλεκτος
✦ φρ. μου ‘ψησε το ψάρι στα χείλη, πολύ με βασάνισε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–