χωνάκι
Προφορά
Ετυμολογία
χωνάκι υποκορ. το └ουσ┘ χωνί
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χωνάκι
✦ μικρό χωνί
✦ παγωτό που σερβίρεται σε λεπτό τραγανό μπισκότο που έχει σχήμα μικρού χωνιού
✦ (κ. ως επίθ.): παγωτό χωνάκι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–