χτένι
Προφορά
Ετυμολογία
χτένι μεταγενέστερη ελληνική κτένιον, υποκοριστικό του αρχαίου ελληνικού κτείς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το χτένι
✦ η χτένα
✦ εξάρτημα του αργαλειού: πέτα, σαΐτα μου γοργή, χτύπα χρυσό μου χτένι (Α. Εφταλιώτης)
✦ οδοντωτό κηπουρικό εργαλείο, η τσουγκράνα
✦ οδοντωτό εργαλείο για το μάζεμα των ελιών
✦ φρ. έφτασε ο κόμπος στο χτένι, το πράγμα έφτασε στο απροχώρητο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–