χουβαρντάς


χουβαρντάς
Προφορά

Ετυμολογία
χουβαρντάς └τουρκ┘hovarda

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χουβαρντάς

✦ θηλ. χουβαρντού άνθρωπος που ξοδεύει απλόχερα για τους άλλους, γενναιόδωρος, γαλαντόμος

Συνώνυμα

Αντίθετα
σφιχτοχέρης, τσιγκούνης
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.