χορηγός


χορηγός
Προφορά

Ετυμολογία
χορηγός αρχαία ελληνική χορηγός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο χορηγός

✦ πολίτης που καταβάλλει τη δαπάνη για την παράσταση δραματικών έργων
✦ πρόσωπο που χορηγεί, που παρέχει κάτι
✦ που καταβάλλει τη δαπάνη για κάποιον σκοπό, ιδ. για έργα κοινής ωφέλειας
✦ που καταβάλλει τη δαπάνη, που χρηματοδοτεί πολιτιστική, αθλητική κτλ. εκδήλωση
✦ προμηθευτής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.