χλωροφόρμιο


χλωροφόρμιο
Προφορά

Ετυμολογία
χλωροφόρμιο └γαλλ┘ chloroforme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χλωροφόρμιο

✦ άχρωμο υγρό με ιδιάζουσα οσμή, που χρησιμοποιείται ως αναισθητικό σε εγχειρήσεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.