χειραφέτηση
Προφορά
Ετυμολογία
χειραφέτηση χειραφετώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η χειραφέτηση
✦ απαλλαγή ανηλίκου από την πατρική εξουσία ή γυναίκας από την ανδρική εξουσία, και απόκτηση δικαιωμάτων εργασίας και οικονομικής διαχειρίσεως
✦ (μτφ. ) απαλλαγή από κάθε είδους επιρροή
✦ απελευθέρωση: χειραφέτηση του πνεύματός του από κάθε δογματική προκατάληψη (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–