χείλος


χείλος
Προφορά

Ετυμολογία
χείλος αρχαία ελληνική χεῖλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το χείλος

✦ καθεμιά από τις μυώδεις πτυχές του δέρματος του προσώπου με τις οποίες κλείνεται το στόμα
(μτφ. ) η άκρη ενός ανοίγματος: τα χείλη του τραύματος
✦ το ανώτερο άκρο δοχείου που ορίζει το στόμιο: τα χείλη του ποτηριού
✦ φρ. στο χείλος του γκρεμού – της αβύσσου, σε κρισιμότατη κατάσταση ή θέση: το κράτος μας έχει φτάσει στο χείλος της αβύσσου (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.