χαρτοφύλακας
Προφορά
Ετυμολογία
χαρτοφύλακας μεταγενέστερη ελληνική χαρτοφύλαξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χαρτοφύλακας
✦ θήκη δερμάτινη ή από άλλη ύλη για τη φύλαξη και μεταφορά εγγράφων, βιβλίων κτλ., τσάντα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–