χαραχτήρας
Προφορά
Ετυμολογία
χαραχτήρας αρχαία ελληνική χαρακτήρ
Ερμηνεία
χαραχτήρας
✦ (Κ χαρακτήρ, -ήρος) ο ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς, ενέργειας, σκέψης κάθε ατόμου, η ιδιοσυγκρασία: ξέρω τον χαρακτήρα τον ευπαθή που έχω (Κ. Καβάφης)
✦ διακριτικό γνώρισμα
✦ η ειλικρίνεια, η σταθερότητα του φρονήματος
✦ το ιδιαίτερο ύφος ενός συγγραφέα
✦ πρόσωπο λογοτεχνικού, θεατρικού, κινηματογραφικού έργου: τα ποιήματά του με ρωμαϊκά θέματα είναι ψευδοϊστορικά, δηλαδή δεν του δίνουν χαρακτήρες που να μπορεί να τους ζωντανέψει (Γ. Σεφέρης)
✦ τυπογραφικό στοιχείο
✦ (γραμμ.) το τελευταίο γράμμα της ρίζας των λέξεων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–