χαλυβώνω
Προφορά
Ετυμολογία
χαλυβώνω χάλυψ
Ερμηνεία
χαλυβώνω
✦ κ. χαλυβώνω ρ. (χαλύβ(δ)-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος) μεταβάλλω σίδερο σε χάλυβα
✦ προσαρμόζω χάλυβα σε μετάλλινο αντικείμενο, ατσαλώνω
✦ (μτφ. ) δυναμώνω στο έπακρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–