χαλκοπλαστικός
Προφορά
Ετυμολογία
χαλκοπλαστικός χαλκός + πλάθω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χαλκοπλαστικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην τέχνη της κατεργασίας του χαλκού
✦ θηλ. η χαλκοπλαστική ως ουσ., η κατεργασία του χαλκού και ιδ. η γλυπτική σε χαλκό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–