χαλκεύω


χαλκεύω
Προφορά

Ετυμολογία
χαλκεύω αρχαία ελληνική χαλκεύω

Ερμηνεία
ρήμα χαλκεύω

✦ κατεργάζομαι τον χαλκό ή κατασκευάζω κάτι από χαλκό
✦ (γεν.) πλάθω, δημιουργώ
(μτφ. ) μηχανορραφώ, σκευωρώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.