χαλαρός
Προφορά
Ετυμολογία
χαλαρός αρχαία ελληνική χαλαρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ χαλαρός -ή, -ό
✦ όχι τεντωμένος, λάσκος, μπόσικος
✦ (μτφ. ) άτονος, όχι ζωηρός
✦ (μτφ. ) ο χωρίς συνοχή: χαλαρότητα των δεσμών
✦ (μτφ. για προφορικό ή γραπτό λόγο) ο χωρίς ζωντάνια και συνοχή: χαλαρός πολιτικός λόγος
✦ (για ήθη) ελευθέριος: χαλαρή ηθική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
σφιχτός ,δεμένος ,αυστηρός
Επιρρήματα
χαλαρά (Κ χαλαρώς)