χαλίφης
Προφορά
Ετυμολογία
χαλίφης └αραβ┘ khalifa (= διάδοχος, ενν. του προφήτη)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο χαλίφης
✦ τίτλος των διαδόχων του προφήτη Μωάμεθ στην πολιτική και θρησκευτική αρχηγία του Ισλάμ
✦ φρ. θέλει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, για επίδοξο διάδοχο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–