φύτουλας
Προφορά
Ετυμολογία
φύτουλας μεγεθ. του φυτό
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φύτουλας
✦ αυτός που αφοσιώνεται με πάθος και ζήλο σε κάτι, και δεν τον ενδιαφέρει τίποτε άλλο, ιδ. για μαθητή που σαν το φυτό δεν μετακινείται από τη θέση του και μελετά υπερβολικά: να είναι καλή μαθήτρια αλλά να μην το παίζει φύτουλας (Κλικ)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–