
φύση
Προφορά
Ετυμολογία
φύση αρχαία ελληνική φύσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φύση
✦ το σύνολο των βασικών ιδιοτήτων που καθορίζουν μιαν ύπαρξη ή ένα πράγμα: ανθρώπινη φύση – η φύση μιας ρευστής ουσίας – είναι στη φύση των σαρκοφάγων ζώων να κατασπαράζουν τη λεία τους
✦ (θεολ.) υπόσταση: οι δυο φύσεις του Χριστού (η θεϊκή και η ανθρώπινη)
✦ σύνολο έμφυτων χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων ενός ανθρώπου, ιδιοσυστασία: ευγενική φύση – φρ. εκ φύσεως κ. από φύση, από το χαρακτήρα του: είναι εκ φύσεως πράος άνθρωπος
✦ δεύτερη φύση, για ιδιότητα ή συνήθεια που αποκτάται λόγω συχνής επανάληψης: του έγινε δεύτερη φύση ο καβγάς – κόντρα ή ενάντια στη φύση, αντίθετα προς τους φυσικούς νόμους, μη φυσιολογικά: η παραγωγή απογόνων με τη μέθοδο της κλωνοποίησης είναι ενέργεια κόντρα στη φύση
✦ το σύνολο των βασικών ιδιοτήτων που προσδιορίζουν μια δραστηριότητα ή που προσιδιάζουν σε κατάσταση, δραστηριότητα κτλ.: η φύση των οικονομικών ζητημάτων και συναλλαγών
✦ το ανδρικό γεννητικό όργανο, το πέος
✦ το σύνολο των όντων της δημιουργίας, ο κόσμος και οι νόμοι που τον διέπουν: τα στοιχεία της φύσης
✦ Μητέρα Φύση, η φύση ως δημιουργική δύναμη – νόμοι της φύσης, αρχές στις οποίες υπακούουν φαινόμενα
✦ ο φυσικός κόσμος όπου ζει ο άνθρωπος, το περιβάλλον: καταστροφή της φύσης – βιασμός της φύσης (= παραβίαση των φυσικών νόμων)
✦ φρ. κατά φύση, σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, φυσιολογικά – παρά φύσιν, αντίθετα προς τους φυσικούς νόμους ή προς ό,τι θεωρείται φυσιολογικό
✦ δοτ. φύσει ως επίρρ. βλ. λ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–