φυτεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply φυτεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/φυτεύω.mp3Ετυμολογίαφυτεύω αρχαία ελληνική φυτεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ φυτεύω ✦ ρίχνω σπόρο ή βάζω τη ρίζα φυτού στο έδαφος για να αναπτυχθεί ✦ (μτφ. ) μπήγω, χώνω βαθιά: του φύτεψαν σφαίρες σ’ όλο το κορμί Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–