φυραίνω
Προφορά
Ετυμολογία
φυραίνω αρχαία ελληνική ρ. φυρῶ (= ζυμώνω)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φυραίνω
✦ μειώνομαι σε όγκο ή βάρος
✦ (μτφ. ) εξασθενίζω: για μια πίστη που φύραινε (Γ. Σεφέρης)
✦ μαζεύω, ζαρώνω: καθημερινά τα μέλη μου λιώνουνε και φυραίνουν (Β. Ρώτας)
✦ (μτφ. ) μωραίνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–