φτυάρι
Προφορά
Ετυμολογία
φτυάρι όψ. μεσαιωνική ελληνική φτυάριν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φτυάρι
✦ εργαλείο από πλατύ μεταλλικό έλασμα στερεωμένο σε στειλιάρι, χρήσιμο για τη μετατόπιση ή ανακάτωμα στερεών σωμάτων (χώμα, πέτρες, σπόροι κτλ.), πτύον
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–