φρένο
Προφορά
Ετυμολογία
φρένο └γαλλ┘ frein
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φρένο
✦ μηχανισμός που μειώνει την ταχύτητα κινούμενου τροχού ή τον ακινητοποιεί, τροχοπέδη
✦ (μτφ. ) καθετί που ανακόπτει την κίνηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–