φορτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
φορτίζω αρχαία ελληνική φορτίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ φορτίζω
✦ φορτώνω
✦ (για ηλεκτρισμό) γεμίζω, ενισχύω συσκευή που παράγει ηλεκτρισμό
✦ (μτφ. ) προσδίδω ιδιαίτερο βάρος, ένταση, σημασία κτλ.: εκεί που η αίσθηση και ο νους συναντιούνται απάνω σε μια λέξη και, όπως θα λέγαμε, τη φορτίζουν (Γ. Σεφέρης)
✦ η μτχ. παθ. πρκμ. φορτισμένος, -η, -ο και ως επίθ. (μτφ. ) ηλεκτρισμένος: φορτισμένη ατμόσφαιρα
✦ (μτφ. ) ο ευρισκόμενος σε έντονη συγκινησιακή κατάσταση: φορτισμένος συναισθηματικά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–