φαρμάκι


φαρμάκι
Προφορά

Ετυμολογία
φαρμάκι μεσαιωνική ελληνική φαρμάκιν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φαρμάκι

✦ δηλητήριο
✦ καθετί το πολύ πικρό
✦ τσουχτερό κρύο
(μτφ. ) ψυχική πικρία: πώς τα κατάπιε, η δόλια, τόσα φαρμάκια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.