φαντασία
Προφορά
Ετυμολογία
φαντασία αρχαία ελληνική φαντασία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φαντασία
✦ η ικανότητα της αναπαραστάσεως, με το νου, πραγμάτων ή γεγονότων, ή της δημιουργίας νέων παραστάσεων, η δημιουργική ικανότητα του πνεύματος
✦ (γεν.) το πνεύμα, η σκέψη του ανθρώπου
✦ πλάσμα του νου, ίνδαλμα
✦ η ιδιότητα του φαντασμένου, έπαρση, αλαζονεία
✦ (μουσ.) μουσική σύνθεση με ελεύθερη μορφή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–