φακέλωμα
Προφορά
Ετυμολογία
φακέλωμα φακελώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φακέλωμα
✦ το κλείσιμο επιστολής ή εγγράφου σε φάκελο
✦ (ειδ.) ο σχηματισμός φακέλου που αναφέρεται σε ορισμένη υπόθεση ή στη δραστηριότητα ορισμένου ατόμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–