φαγωμένος


φαγωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
φαγωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του τρώγω

Ερμηνεία
φαγωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. που μόλις έφαγε
✦ που έχει υποστεί φθορά από τριβή ή άλλη διαβρωτική ενέργεια: είχε και μερικούς πάγκους… ξεθωριασμένους και φαγωμένους από την υγρασία (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα
νηστικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.