φίλαθλος
Προφορά
Ετυμολογία
φίλαθλος μεταγενέστερη ελληνική φίλαθλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φίλαθλος -η, -ο
✦ που αγαπά τον αθλητισμό
✦ που είναι σύμφωνος με την ιδέα του αθλητισμού: φίλαθλο πνεύμα
✦ αρσ. κ. θηλ. φίλαθλος ως ουσ., οπαδός αθλητικού σωματείου: οι φίλαθλοι των δύο ομάδων συνεπλάκησαν μετά τον αγώνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–