φάντασμα
Προφορά
Ετυμολογία
φάντασμα αρχαία ελληνική φάντασμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φάντασμα
✦ ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία, άυλο, υπερφυσικό ον
✦ εμφάνιση νεκρού με ορατή ή αισθητή μορφή
✦ (λαογρ.) άυλο ον, πνεύμα νεκρού ανθρώπου, που πιστεύεται ότι κατοικεί στο μέρος όπου έζησε ή τον έθαψαν, στοιχειό: βλέπει των τάφων τα φαντάσματα και τα λευκά στοιχειά των κάστρων (Γ. Δροσίνης)
✦ (μτφ. ) άνθρωπος πολύ αδύνατος
✦ (ως προσδιορ. άλλου ουσ.) για πρόσ. ή πράγμα που έχει τα χαρακτηριστικά φαντάσματος ή που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα: ληστής φάντασμα – πλοίο φάντασμα – εταιρεία φάντασμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–