φάλαγγα
Προφορά
Ετυμολογία
φάλαγγα αρχαία ελληνική φάλαγξ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φάλαγγα
✦ παράταξη στρατεύματος σε μεγάλο βάθος
✦ στρατιωτικό σώμα με ιδιαίτερη οργάνωση
✦ διάταξη στρατιωτικού τμήματος ή ναυτικής μονάδας
✦ πλήθος προσώπων που κατευθύνονται κάπου: αιχμάλωτος εγώ, μες σε φάλαγγα από αιχμαλώτους, είχα σηκώσει το κεφάλι (Γ. Θεοτοκάς)
✦ σειρά οχημάτων που κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση
✦ παραστρατιωτικό σώμα
✦ η οριζόντια ράβδος του ζυγού
✦ ο φάλαγγας (βλ. λ.)
✦ καθένα από τα τρία επιμήκη οστά των δακτύλων του ανθρώπου και των ζώων
✦ φρ. πέμπτη φάλαγγα, βλ. λ. πέμπτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–