υπό
Προφορά
Ετυμολογία
υπό αρχαία ελληνική ὑπό
Ερμηνεία
υπό
✦ πρόθ. πρόθ. που συντάσσεται: 1) με γενική και σημαίνει: α) το ποιητικό αίτιο, το πρόσωπο που ενεργεί: εφιλοτεχνήθη υπό του Πραξιτέλους· β) το μέσο ή το όργανο με το οποίο γίνεται κάτι: επλήγη υπό κεραυνού· 2) με αιτιατική και σημαίνει: α) θέση ή τάξη προσώπου ή πράγματος κάτω από άλλο ή σε κατώτερη βαθμίδα: υπό σκιάν – υπό το μηδέν· β) υποταγή, υποτέλεια, εξάρτηση: υπό τας διαταγάς· γ) εξαναγκασμό, επιβολή: υπό την πίεση των γεγονότων· δ) διάρκεια ενέργειας ή κατάστασης: το έχω υπό σκέψη· ε) περιορισμό: υπό τον όρο· στ) ενώπιον, μπροστά σε: υπό τα όμματα της αστυνομίας – φρ. λαμβάνω υπόψη, υπολογίζω· 3) (ως επίρρ.) σε κατώτερη θέση, αποκάτω: θέλει να τον έχει υπό· 4) σε σύνθεση η υπό σημαίνει: α) κίνηση ή στάση κάτω από ή προς τα κάτω (υποβρύχιος, υπόγειος, υποχωρώ κτλ.) β) υποταγή ή επιβολή ή εξαναγκασμό (υπόδουλος, υποτάσσω κτλ.) γ) υποδεέστερη θέση ή τάξη (υπάλληλος, υποπλοίαρχος κτλ.) δ) ιδιότητα σε μικρό βαθμό (υπόξινος, υφάλμυρος κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–