υποπόδιο
Προφορά
Ετυμολογία
υποπόδιο μεταγενέστερη ελληνική ὑποπόδιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το υποπόδιο
✦ αντικείμενο για τα πόδια καθισμένου
✦ μτφ. φρ. τον έχει υποπόδιο των ποδιών του, υπό τας διαταγάς του, χωρίς να υπολογίζει την προσωπικότητά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–