υποκαθιστώ
Προφορά
Ετυμολογία
υποκαθιστώ μεταγενέστερη ελληνική ὑπο-καθίστημι (υποκατέστησα)
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υποκαθιστώ -άς, -ά
✦ αντικαθιστώ
✦ καταλαμβάνω τη θέση κάποιου, αντικαθιστώ κάποιον: υποκατέστησε τον πρόεδρο στα καθήκοντά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–