υποθετικός
Προφορά
Ετυμολογία
υποθετικός μεταγενέστερη ελληνική ὑποθετικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υποθετικός -ή, -ό
✦ ο διατυπούμενος ως υπόθεση
✦ ο μη βεβαιωμένος
✦ (γραμμ.) υποθετικοί σύνδεσμοι, οι σύνδεσμοι εάν, αν, σαν, άμα που εισάγουν δευτερεύουσες υποθετικές προτάσεις
✦ (γραμμ.) υποθετική πρόταση, δευτερεύουσα πρόταση που εκφράζει υπόθεση
✦ (γραμμ.) υποθετικός λόγος, ενότητα που αποτελείται από υποθετική πρόταση (υπόθεση) και κύρια πρόταση (απόδοση)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
υποθετικά (Κ υποθετικώς)