υποθήκη
Προφορά
Ετυμολογία
υποθήκη αρχαία ελληνική ὑποθήκη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υποθήκη
✦ συμβουλή, παραίνεση
✦ (νομ.) δικαίωμα του δανειστή σε κτήμα του οφειλέτη, παραχωρούμενο ως εγγύηση εξοφλήσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–