υποθέτω
Προφορά
Ετυμολογία
υποθέτω αρχαία ελληνική ὑπο-τίθημι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υποθέτω
✦ θεωρώ κάτι ως δεδομένο ή πιθανό, για να βγάλω ένα συμπέρασμα: υπέθεσε ότι συμφώνησε μαζί του, εφόσον δεν διαφώνησε
✦ εικάζω, θεωρώ πιθανόν: υποθέτεις τι μπορεί να θέλει;
✦ (απρόσ.) υποτίθεται, θεωρείται ως δεδομένο αν και δεν έχει αποδειχθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–