υποβοήθηση


υποβοήθηση
Προφορά

Ετυμολογία
υποβοήθηση υποβοηθώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υποβοήθηση

✦ το να υποβοηθεί κάποιος κάποιον, ενίσχυση της προσπάθειας κάποιου: η υποβοήθηση από το κράτος των ελληνικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (Ελευθεροτυπία)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.