υπερχρονίζω


υπερχρονίζω
Προφορά

Ετυμολογία
υπερχρονίζω μεταγενέστερη ελληνική ὑπερ-χρονίζω

Ερμηνεία
ρήμα υπερχρονίζω

✦ χρονίζω υπερβολικά, καθυστερώ πάρα πολύ
✦ αφήνω κάτι να ατονήσει με την πάροδο του χρόνου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.