υπερεκτιμώ
Προφορά
Ετυμολογία
υπερεκτιμώ μεσαιωνική ελληνική ὑπερεκτιμῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υπερεκτιμώ -άς, -ά
✦ εκτιμώ υπερβολικά
✦ υπολογίζω αξία, μέγεθος κτλ. μεγαλύτερα από τα πραγματικά: τα φορολογικά έσοδα συστηματικά υπερεκτιμούνται (Οικονομικός Ταχυδρόμος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–