υιοθετώ
Προφορά
Ετυμολογία
υιοθετώ μεταγενέστερη ελληνική υἱοθετῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υιοθετώ -είς, -εί
✦ αναγνωρίζω, επίσημα, ξένο παιδί ως δικό μου
✦ (μτφ. ) εγκρίνω πράξη ή γνώμη άλλου, την αποδέχομαι ως δική μου αναλαμβάνοντας και τη σχετική ευθύνη: υιοθέτησε τις απόψεις των συνεργατών του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–