υδρεύομαι Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply υδρεύομαιΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/6/υδρεύομαι.mp3Ετυμολογίαυδρεύομαι αρχαία ελληνική ὑδρεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ υδρεύομαι ✦ εφοδιάζομαι με νερό: ο στόλος μας έπρεπε να υδρεύεται από μια μόνο πηγή που δεν είχε αρκετό νερό (Άγγ. Βλάχος) Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–