υαλοβάμβακας
Προφορά
Ετυμολογία
υαλοβάμβακας ύαλος + βάμβαξ• απόδοση του └αγγλ┘όρου glass fibre
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο υαλοβάμβακας
✦ ελαφρά και χαλαρή μάζα από λεπτότατες ίνες γυαλιού, χρησιμοποιούμενη για μονώσεις, διηθήσεις κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–