τυροφάγος


τυροφάγος
Προφορά

Ετυμολογία
τυροφάγος αρχαία ελληνική τυροφάγος

Ερμηνεία
επίθετο┘ τυροφάγος -ος, -ο

✦ που τρώει μεγάλη ποσότητα τυριού ή τρέφεται συνήθως με τυρί
✦ θηλ. Τυροφάγος, η εβδομάδα μετά την Κυριακή της Αποκριάς, ά. Τυρινή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.