τυραννίσκος


τυραννίσκος
Προφορά

Ετυμολογία
τυραννίσκος υποκορ. του τύραννος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τυραννίσκος

✦ ασήμαντος τύραννος
✦ ο καταπιεστής των υφισταμένων του
(μτφ. ) μικρός βασανιστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.