τσιφ


τσιφ
Προφορά

Ετυμολογία
τσιφ └αγγλ┘cif = c.i.f., αρχικά των λ. cost, insurance, freight (= αξία, ασφάλεια, ναύλος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το τσιφ

✦ διεθνής εμπορικός όρος που σημαίνει ότι στην τιμή του εμπορεύματος περιλαμβάνεται η αξία, η μεταφορά και τα ασφάλιστρά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.