τσιλιβήθρα


τσιλιβήθρα
Προφορά

Ετυμολογία
τσιλιβήθρα └τουρκ┘cιlιz (= ισχνός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τσιλιβήθρα

✦ σουσουράδα, σεισοπυγίς
(μτφ. ) άνθρωπος μικρόσωμος και αδύνατος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.