τσικουδιά


τσικουδιά
Προφορά

Ετυμολογία
τσικουδιά τσίκουδο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η τσικουδιά

✦ είδος δέντρου, πιστακία η παλαιστίνιος
✦ οινοπνευματώδες ποτό από την απόσταξη στεμφύλων, ρακί, τσίπουρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.