τσέρκι


τσέρκι
Προφορά

Ετυμολογία
τσέρκι └ιταλ┘cerchio

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το τσέρκι

✦ στεφάνη βαρελιού
✦ κάθε ξύλινη ή μεταλλική ζώστρα για συγκράτηση ή στερέωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.