τροχιογράφος


τροχιογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
τροχιογράφος τροχιά + γράφω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο τροχιογράφος

✦ όργανο μέσα σε τορπίλη, που καταγράφει αυτόματα την τροχιά της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.